27 Μαρ 2014

Έναν Πλαστήρα ψάχνουμε ! (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)

Του Θωμά Μαργαρίτη      

Με αφορμή την ελάχιστη έως καμμία αναφορά των σύγχρονων πολιτικών στον τιμιότερο των τιμιοτέρων πολιτικών και πρωθυπουργών της χώρας μας Νικόλαο Πλαστήρα, αισθάνθηκα προ ημερών την ανάγκη να γράψω ένα άρθρο αφιερωμένο στον Γενναίο της Πατρίδος, τον Σωτήρα των Προσφύγων, τον Μαύρο Καβαλάρη, τον Ενάρετο Στρατηγό και μετέπειτα Πρωθυπουργό που πέθανε στην «ψάθα».


Το άρθρο μου είχε τον τίτλο «ΕΝΑΝ ΠΛΑΣΤΗΡΑ ΨΑΧΝΟΥΜΕ!»

    Κι είχε ψήγματα της ανιδιοτελούς ζωής του Θεσσαλού Στρατηγού  και Πρωθυπουργού, όπου τονίζονταν οι λόγοι, που κατά την γνώμη μου, οι σύγχρονοι πολιτικοί  απέφευγαν να αναφέρουν έστω και το όνομά του. Κατά την γνώμη μου πάντοτε, οι σύγχρονοι πολιτικοί, χωμένοι στην διαφθορά, μαθημένοι στα ακριβά «δώρα», στην πλουσιοπάροχη ζωή τους, στο ρουσφέτι για την επανεκλογή τους και αφημένοι στην έκλυτη ζωή τους, απέφευγαν όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφέρουν έστω και το όνομα του Νικολάου Πλαστήρα  γιατί εισήγαγε πρότυπα ανιδιοτέλειας, τιμιότητας και εντιμότητας, αρετές που σπανίζουν στην «σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα» και ενώ  θα έπρεπε να είναι αυτονόητες, είναι ζητούμενες για τους πολιτικούς της μεταπολιτευτικής γενιάς του Πολυτεχνείου.

Το άρθρο μου αυτό, που πρόβαλε τις ξεπερασμένες για τους Νεοέλληνες πολιτικούς αρετές του Θεσσαλού Στρατηγού και Πρωθυπουργού, έτυχε μεγάλης αποδοχής από τους απλούς αλλά σκεπτόμενους συμπολίτες μας, σύμφωνα με τις κριτικές που δέχομαι έκτοτε καθημερινά από ανθρώπους του μόχθου που με συναντούν στον δρόμο.

    Το γεγονός αυτό μου έδωσε την αφορμή αλλά και το δικαίωμα να αρθρογραφήσω εκ νέου με τον ίδιο τίτλο, φωτίζοντας και άλλες πτυχές της άγνωστης ζωής του ανιδιοτελούς Πρωθυπουργού Νικολάου Πλαστήρα, όπως τις αποδελτίωσα από μικρός μέσα από το βιβλίο του Ιωάννη Αναστάση Πεπονή που το αφιέρωσε στον ΜΑΥΡΟ ΚΑΒΑΛΑΡΗ.

    Για να θυμηθούν οι παλαιότεροι και να γνωρίσουν οι νεώτεροι τι σημαίνει να υπηρετείς την πατρίδα χωρίς προσωπικό όφελος και με γνώμονα μόνο το καλό της, ενάντια στο κακώς νοούμενο ατομικό συμφέρον.

    Για να γνωρίσουν όλοι πως ο Στρατηγός Πλαστήρας, μέσα από τον αγώνα του για τον εκδημοκρατισμό του Στρατού και κατ΄ επέκταση του Κράτους, με την αυταπάρνηση και των ηρωϊσμό του, έλαβε δίκαιο τον τίτλο ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ και έδειξε πόσο  ΜΕΓΑΛΟΣ ήταν.
    Και να μην ξεχνάμε, ότι οι ταπεινοί βρίσκουν τον τρόπο να προσαρμόζονται σε κάθε κατάσταση. Ελίσσονται τεχνικά και επιπολάζουν. Οι μεγάλοι όμως, παραμερίζουν τολμηρά την σαπίλα, θεμελιώνουν σε γόνιμο έδαφος και δημιουργούν. ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υψίστη αρετή των λαών είναι να τιμούν τους Μεγάλους των. Ας μάθουμε λοιπόν την ιστορία του:

    Στις 17 Νοεμβρίου του 1883 στο Μορφοβούνι Καρδίτσας, ένα τόσο δα αγοράκι γέμιζε με κλαψιάρικες φωνές το σπίτι του Χρήστου Πλαστήρα, σαν να διαμαρτύρονταν, που βρέθηκε ξαφνικά σε τούτο τον κόσμο, χωρίς να το θέλει και δίχως να το ζητήσει, ενώ ο Χρήστος Πλαστήρας γεμάτος χαρά και καμάρι δεχόταν συγχαρητήρια και ευχές για τον γιό του.
    Και το όνομα αυτού;

Ν Ι Κ Ο Σ    Π Λ Α Σ Τ Η Ρ Α Σ

    Ποιος να φανταζόταν τότε  και ποιος να βανε με το νού του, πως κείνος ο τόσος δα ανθρωπάκος, που χαλούσε τον κόσμο, με τις κλαψιάρικες φωνές του και κλωτσούσε τα ποδαράκια του κι’ ανακάτευε τα χεράκια του άρρυθμα κι’ ακανόνιστα μέσα στο νερό της κολυμπήθρας, θα γινόταν ύστερα ο ήρωας ηρώων, ο θρυλικός Μαύρος Καβαλάρης, ο Αρχηγός της Επαναστάσεως του 1922, ο Άξιος της πατρίδας, ο σωτήρας της Ελλάδας στα 1944, το στήριγμα κι’ η ελπίδα του όλου Ελληνισμού στις κρίσιμες στιγμές των κινδύνων και των κλονισμών της Χώρας;



    Ωστόσο τα χρόνια περνούσαν. Ο Χρήστος Πλαστήρας απόχτησε άλλα τρία παιδιά: Το Γιώργο, το Βασίλη και την Αγγελική. Ο Νίκος μεγάλωνε. Να τονε κιόλας πρωτόσχολος μαθητάκος. Διαβαίνει από τάξη σε τάξη μεγαλώνοντας κι’ όλο προχωρεί στα γράμματα.

    Μαθητής στο Γυμνάσιο ξεχώριζε πάντα ανάμεσα στους συμμαθητές του. Οι ωραίου του ενθουσιασμοί, το ευγενικό του ήθος, η γεμάτη συμπόνια και λεπτά αισθήματα μεγάλη ψυχή του έβαναν τη σφραγίδα τους πάνου σ’ όλες τις εκδηλώσεις του και στο κάθε τι.

    Ήταν το κέντρο, που συγκέντρωνε γύρω του, με κάποια ελκτική δύναμη, όλο το συμμαθητικό κόσμο που ακτινοβολούσε γύρω του κάποια ανώτερη ηθική επίδραση, που τον έκανε επιβλητικό.  Στα μαθήματα ήταν πάντα απ’ τους καλούς μαθητές. Μα δεν διακρίνονταν κιόλα για εξαιρετική επιμέλεια. Τον βοηθούσε περισσότερο η έτοιμη αντίληψή του και η βαθιά του κρίση, που τον χαρακτήριζαν κιόλα, παρά την επίδοσή του σε συνεχή συστηματική μελέτη.

    Ήταν σεμνός και περισσότερο παρ’ όσο ταίριαζε στην ηλικία του σοβαρός και προσεκτικός. Κείνο που τον τραβούσε μονάχα ήταν ο αθλητισμός. Αλλά και το κυνήγι δεν ήταν μικρότερο μέλημά του. Ζωσμένος τις αρμάδες του με τα φυσίγγια και με το κυνηγετικό του τουφέκι στα χέρια γύριζε κάμπο και βουνά  και λαγκαδιές και ράχες.
    Τελείωσε τις Γυμνασιακές του σπουδές σε ηλικία 19 χρονών. Το Δεκέμβριο του 1903, μόλις συμπλήρωσε τα είκοσι χρόνια του, κατατάχτηκε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού με βαθμό Δεκανέα. Ολόκληρο το ρομαντισμό και το θαυμασμό, που του ενέπνεαν  ο Ελληνικός πολιτισμός κι’ η Ελληνική δόξα, τον έβαλε σκοπό και προορισμό στην ζωή του.

    Με τις πρώτες εξετάσεις που έδωσε, προβιβάστηκε  σε Λοχία. Μόλις συμπλήρωσε χρόνο υπηρεσίας και σ’ αυτόν το βαθμό, έδωκε ξανά εξετάσεις κι’ έγινε Επιλοχίας.    Ηταν ο μόνος Επιλοχίας τότε σ’ ολόκληρο τον Ελληνικό στρατό, που δεν ήταν ανακαταταγμένος.

    Στον Μακεδονικό αγώνα δεν παρέλειψε να δώσει την παρουσία του.

    Σκυμμένος τώρα πάνου στους κανονισμούς και στα μαθηματικά παρασκευαζόταν για το Σχολείο των Υπαξιωματικών.

Στα 1908, ύστερα απ’ την προδοκιμασία, που έγινε σε κάθε Σύνταγμα χωριστά, σύμφωνα με τα τότε νόμιμα, κλήθηκε σ’ εξετάσεις  για το Σχολείο. Δεν εισήχθη όμως. Κι’ αυτό όχι από ανικανότητα, ούτε από έλλειψη καταρτίσεως. Ήταν  τότε τα κόμματα κι’ η κομματική συναλλαγή από το Σχολείο των Υπαξιωματικών, όπως και το Σχολείο των Ευελπίδων κι’ όπως κι όλες οι άλλες σχολές κι’ οι διάφορες δημόσιες θέσεις, ήταν προνόμια, που τα νέμονταν το ρουσφέτι κι’ ο παρασιτισμός. Ήταν η αξιοθρήνητη κείνη  εποχή και κατάντια, απ’ την οποία κινούμενη η λαϊκή θυμοσοφία έλεγε το Ελληνικό Δημόσιο «Ψωροκώσταινα»  και το Ελληνικό Κράτος «Στραβογιώργο».
    Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου (1908) συνέπηξε Σύνδεσμο των Υπαξιωματικών του Συντάγματός του. Αφετηρία και σκοπό του Συνδέσμου ήταν να οργανωθεί ο Στρατός συστηματικότερα και πληρέστερα. Να ληφθεί πρόνοια για ευρύτερη κι’ αρτιώτερη μόρφωση των Αξιωματικών κι’ Υπαξιωματικών. Να ξεκαθαριστεί ο στρατός από το ρουσφετολόγι κι’ απ’ το κομματικό μίασμα. Ο στρατός να γίνει πραγματική δύναμη, που θα προστάτευε και θα διεκδικούσε τα Εθνικά Δίκαια.

    Πρόεδρος του Συνδέσμου, φυσικά ήταν ο ίδιος και με την δραστηριότητα κι’ αποφασιστικότητα, που τον διέκρινε, δεν άργησε να επεκτείνει το Σύνδεσμο και στ’ άλλα Συντάγματα. Μέσα σε λίγους μήνες οι Υπαξιωματικοί όλων των όπλων ολόκληρου του Ελληνικού Στρατού, ήταν μυημένοι κι’ αποτελούσαν μέλη του. Είχε ολοκληρωθεί ο Σύνδεσμος κι’ είχε εκλέξει κιόλα την Κεντρική του Επιτροπή, που κυριώτερο μέλος της φυσικά ήταν αυτός.

    Στις αρχές του 1909 τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής συνεννοήθηκαν να συγκεντρωθούν στην Αθήνα, ν’ αποφασίσουν για το πώς θα πρεπε να εκδηλωθούν και να ενεργήσουν. Πληροφορήθηκε όμως την κίνησή τους η τότε Κυβέρνηση. Έπιασε όσα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής είχαν προλάβει να ρθούν στην Αθήνα, διάταξε ανακρίσεις και τα απόταξε.

    Την άνοιξη του 1909 παρουσιάστηκε με μια Επιτροπή Υπαξιωματικών στον Υπολοχαγό Καραϊσκάκη, που πολιτευόταν κιόλα κι ήταν και τότε πληρεξούσιος βουλευτής Καρδίτσας. Ο Καραϊσκάκης εγκολπώθηκε τις αρχές και τους σκοπούς του Συνδέσμου και η Επιτροπή του εμπιστεύθηκε να ενεργήσει με όση πρωτοβουλία ήθελε, αλλά να τους κρατεί ενήμερους στις ενέργειές του.
    Πραγματικά. Κατέβηκε αμέσως στην Αθήνα κι’ άρχισε τις συνεννοήσεις με διάφορους Αξιωματικούς.

    Σε λίγο όλοι οι Αξιωματικοί του στρατού της ξηράς και της θάλασσας ήταν μυημένοι και σύμφωνα με τον τρόπο της εκδηλώσεως και στους αντικειμενικούς σκοπούς. Το Σεπτέμβριο του 1909 ξέσπασε το Στρατιωτικό κίνημα του Γουδί, με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Ζορμπά, που ολόκληρος ο Λαός το δέχθηκε με ενθουσιασμό και με πραγματική ανακούφιση.

    Προκηρύχτηκαν εξετάσεις για τη Σχολή Υπαξιωματικών και κλήθηκε κι’ ο Επιλοχίας Νίκος Πλαστήρας. Η περήφανη ψυχή του δεν του επέτρεπε βέβαια να παρακαλέσει και να ζητήσει τη βοήθεια κανενός.

Ήρθε τρίτος στα γραπτά. Άρχισαν αμέσως τα προφορικά. Το μικρόβιο της ρουσφετολογίας, που είχε μπεί ως το μεδούλι των τότε κρατούντων δεν ήταν δυνατό βέβαια να σβήσει αμέσως, ούτε με μια επανάσταση, ούτε με χίλιες επαναστάσεις. Η Επανάσταση, η οποιαδήποτε Επανάσταση, δεν κάνει βέβαια θαύματα, ούτε και είναι δυνατό να εξαλείψει τη σαπίλα και την κακομοιριά από την μία μέρα στην άλλη. Βάνει μονάχα αρχή μιας ριζικής θεραπείας που απαιτεί χρόνο κι’ επιμονή για να συμπληρωθεί.

    Κι’ όταν λέμε εδώ Επανάσταση, νοούμε βέβαια Επανάσταση πραγματική κι’ ουσιαστική κι’ όχι επανάσταση ανατρεπτική μιας Κυβερνήσεως ή μιας εξουσίας. Άλλο το ένα κι’ άλλο το άλλο.
    Έτσι και μερικά μέλη της εξεταστικής Επιτροπής του Σχολείου των Υπαξιωματικών, παρ’ όλη την Επανάσταση, έβαναν  τους βαθμούς στην προφορική εξέταση σύμφωνα με τα ρουσφετολογικά σημειώματα, μικραίνοντας όσο μπορούσαν τη βαθμολογία σε κείνους για τους οποίους δεν είχαν σημείωμα.

    Ο Νίκος Πλαστήρας, κιντύνευε τώρα να χαθεί ολότελα μεσ’ στην βαθμολογία αυτή της προφορικής εξέτασης.

    Όταν το έμαθε, τα στήθια του φούσκωσαν από αγανάκτηση. Παρουσιάστηκε σε κείνα τα μέλη της Επιτροπής, που θα πρεπε να μπούν τα ίδια από αυστηρή εξέταση και κρίση και που ωστόσο τα είχαν βάλει να εξετάσουν και να κρίνουν τους άλλους. Τους εξήγησε, που δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος ν’ ανεχτεί το στραγγαλισμό του δικαίου του και τον άδικο παραμερισμό του. Πήγε στον Υπουργό των Στρατιωτικών. Του μίλησε με όλη τη δύναμη, που του έδινε η αλήθεια κι’ η συναίσθηση του δικαίου του. Ζητήθηκαν τα γραπτά του κι’ αναγκάστηκαν όλοι να παραδεχθούν και να ομολογήσουν , που είχε δίκιο.

    Το Σχολείο των Υπαξιωματικών τον δέχθηκε μαθητή του.

    Τον Ιούλιο του 1912 βγήκε απ’ το Σχολείο Ανθυπολοχαγός σε ηλικία 28 χρονών και λίγων μηνών. Τοποθετήθηκε στο 5ο Πεζικό Σύνταγμα. Το 5ο Σύνταγμα Πεζικού είχε έδρα του τότε τη Λάρισα.
    Τον Σεπτέμβριο του ίδιου αυτού χρόνου κηρύχτηκε ο πόλεμος κατά της Τουρκίας κι’ έγινε επιστράτευση.

    Στις 5 Οκτωβρίου ο Ελληνικός Στρατός πέρασε μέσα στο εχθρικό έδαφος προχωρώντας να συναντήσει τον εχθρό. Ο εχθρός ήταν οχυρωμένος στην Ελασσώνα. Ο Πλαστήρας πορεύονταν στην κεφαλή της φάλλαγγας για να χει άμεση κι ακριβή την αντίληψη της κατάστασης σε κάθε στιγμή. Ξαφνικά δέχτηκαν πυκνά εχθρικά πυρά. Έπεσαν αυτόματα όλοι πρηνείς. Ο Πλαστήρας τεντώθηκε ολόρθος και ερευνούσε το έδαφος με τα κυάλια του, απαράλλαχτα σαν να βρίσκονταν σε γυμνάσια. Με την έτοιμη αντίληψή του, που τον διέκρινε και με τη στρατιωτική του κατάρτιση, αντιλήφθηκε αμέσως την όλη τακτική κατάσταση. Δεν περίμενε ούτε στιγμή. Παίρνει δύο διμοιρίες κι ορμάει ακάθεκτος να πλευροκοπήσει τον εχθρό κι αν θα μπορούσε μάλιστα να του κόψει κιόλα την υποχώρηση και να τον αναγκάσει να παραδοθεί ή να διαλυθεί. Βρίσκεται πάνου από εφτακόσια μέτρα μπροστά από τη γραμμή των πυρών του Ελληνικού Πεζικού. Τα Ελληνικά τμήματα πίσω του, τμήματα και του δικού του Συντάγματος ακόμα, που βλέπουν την κίνησή του, δε βάνουν με το νού τους, πως ήταν ποτέ δυνατό να βρεθεί τόσο μπροστά απ’ αυτά τμήμα δικό τους. Νομίζουν πως είναι κίνηση του εχθρού και στρέφουν τα πυρά εναντίον του. Βρίσκεται ανάμεσα δύο πυρών: των πυρών του εχθρού, που δέχεται κατά μέτωπο και των φίλιων πυρών, που δέχεται απ’ τα νώτα. Η ψυχραιμία του όμως κ’ η πνευματική ετοιμότης του δεν τον εγκαταλείπουν ποτέ. Διατάσσει γρήγορα διαδοχικά άλματα εμπρός. Ολόρθος αυτός για να εμψυχώνει τους στρατιώτες του και για να παρακολουθεί κιόλα και την κατάσταση, προχωρεί. Τα Ελληνικά τμήματα αντιλαμβάνονται τέλος, πως κείνοι, που προχωρούσαν έτσι., δεν ήταν δυνατόν να είναι εχθρός και παύουν τα πυρά εναντίον τους. Οι Τούρκοι βλέπουν δίπλα τους και μπροστά τους σε λίγη απόσταση, Έλληνες να ορμούν δίχως σταμάτημα κι έτοιμους να τους πιάσουν στα χέρια και βλέπουν κι άλλους ν’ απειλούν να τους πάρουν τα νώτα. Αρχίζει η υποχώρηση. Σε λίγη ώρα η υποχώρηση γενικεύτηκε σύντονη. Ο Πλαστήρας, με μια φούχτα στρατιώτες του, βρέθηκε μέσα στα Τουρκικά χαρακώματα και πιάνει τους πρώτους αιχμαλώτους.

     Ήταν η πρώτη μάχη που δόθηκε. Νικητής ο Ελληνικός Στρατός. Κι απ’ τους καλύτερους συντελεστές της νίκης ο Ανθυπολοχαγός Νίκος Πλαστήρας.

     Ο Συνταγματάρχης του, ο Ταγματάρχης του, οι Αξιωματικοί του Συντάγματός του, όλοι, τον βλέπουν με μια ιδιαίτερη εκτίμηση, που φτάνει τον υποβλητικό σεβασμό.

     Οι στρατιώτες, που είχε πάρει μαζί του και που δεν ήξεραν ακόμη πως λέγονταν, διηγούνταν στους άλλους: Ένας μαύρος Ανθυπολοχαγός ψηλός μας πήρε κοντά του και δεν μας άφησε ούτε ανάσα να πάρουμε, ως που πηδήσαμε μέσα στα Τούρκικα χαρακώματα.

    Μα να κι η δεύτερη μάχη στις 9 Οκτωβρίου, μπροστά στα στενά του Σαραντάπορου. Καβάλα στ’ άλογό του ο Πλαστήρας ολόρθος και αλύγιστος καβαλάρης δεν σταματάει πουθενά ούτε στιγμή. Διαβάζει διαταγές, μεταφέρει πληροφορίες, συμπληρώνει μονάχος του οδηγίες, εμψυχώνει τους στρατιώτες, αναπτύσσει πρωτοβουλία, γίνεται ο ίδιος νους και ψυχή του τάγματος, που το κινεί, του μεταδίδει ορμή, το σπρώχνει στη νίκη.

    Το όνομα του Πλαστήρα περνάει από στόμα σε στόμα και αρχίζει να γίνεται φήμη. Είναι απαράβατος ψυχολογικός νόμος στη ζωή των ανθρώπων, όταν δίνει κανείς στην πρώτη εμφάνισή του μια δυνατή εντύπωση, η κοινή γνώμη ζητάει όλο και περισσότερα από αυτόν, ως που καταντάει να απαιτεί θαύματα. Ο Πλαστήρας στη μάχη αυτή έδωσε περισσότερα από κάθε απαίτηση.

    Στη μάχη των Γιαννιτσών, που άρχισε στις 19 Οκτωβρίου επαναλήφθηκαν πάλι τα ίδια. Η εμφάνισή του, όπου παρουσιάζονταν ενέπνεε, εμψύχωνε, ενθουσίαζε. Οι στρατιώτες του, τον ένιωθαν σαν εγγύηση και σαν προστασία μαζί. Ήταν η ενσάρκωση της δυνατής πνοής, που έδινε την αυτοπεποίθηση, σαν να ήταν ο ίδιος αυτός, ο θεός της νίκης.

    Έρχεται κείνος ο μαύρος, φώναζαν τούτοι με ανακούφιση. Ο καβαλάρης αλάλαζαν οι άλλοι με ενθουσιασμό. Εμπρός παιδιά θα νικήσουμε….

    Το «μαύρος» ήταν η ιδιαίτερη εντύπωση, που έδινε το πρόσωπό του, με το βαθύ μελαχρινό χρώμα του, με τα κατάμαυρα μουστάκια του, με τα μαύρα και πυκνά φρύδια του, με τα κατάμαυρα και τα μεγάλα μάτια του, που ακτινοβολούσαν φλόγα και τολμηρή αποφασιστικότητα, που έχουν όμως κάποια ελκυστική έκφραση γεμάτη συμπόνοια και καλοσύνη. Το «καβαλάρης» ήταν η εντύπωση που άφηνε η παρουσία του μέσα στη μάχη, στην οποία παρουσιάζονταν πάντα καβάλα και στην οποία τον έβλεπαν πάντα ορμητικό κι αλύγιστο και ποτέ πεζό. Ήταν τα χαρακτηριστικά με τα οποία αργότερα θα γινόταν θρύλος.

    Τα ίδια έγιναν και στο Βουλγαρικό πόλεμο. Στις 19 Ιουνίου 1913 διατάχθηκε ο Ελληνικός Στρατός να προελάσει κατά των Βουλγάρων. Η πρώτη σοβαρή άμυνα, που αντέταξαν τότε οι Βούλγαροι, ήταν στο Κιλκίς και στο Λαχανά. Στο Λαχανά επιτέθηκε η 1η Μεραρχία στην οποία υπήγονταν και το 5ο Σύνταγμα Πεζικού που ήταν ο Πλαστήρας.

    Οι μάχες ήταν σκληρές. Οι Βούλγαροι αμύνονταν με φανατικό πείσμα. Οι Έλληνες επιτίθενταν με φανατική λύσσα. Οι απώλειες στην Ελληνική γραμμή ήταν τεράστιες. Ο Πλαστήρας στη μάχη του Λαχανά, καβάλα όπως πάντα στ’ άλογό του γύριζε από λόχο σε λόχο του τάγματός του στην πρώτη γραμμή. Κινούσε τα τμήματα, έδινε οδηγίες, επέβλεπε ο ίδιος την κάθε κίνηση, έδινε διαταγές από δική του πρωτοβουλία κι ανέφερε εκ των υστέρων για να εγκριθούν. Εγκρίνονταν όλες δίχως τον παραμικρό δισταγμό. Το ίδιο σαν να του εμπιστεύονταν να διευθύνει αυτός τη μάχη σ’ ολόκληρον τον τομέα του Συντάγματος. Και πάντα καβάλα έδινε το παρόν παντού.

    Όσο περνούσε η ώρα, η ένταση της μάχης μεγάλωνε, χωρίς να δείχνει κόπωση ο εχθρός. Ο Πλαστήρας πάντα καβάλα και τρέχοντας παντού, μετέδιδε την ορμή και τα τμήματα, παρ’ όλη την αιμορραγία και τις απώλειες, όλο και προχωρούσαν. Μια σφαίρα βρίσκει τα’ άλογό του στην κοιλιά και μετά λίγα βήματα πέφτει. Γυρίζει και παίρνει άλλο άλογο που κατά σύμπτωση ήταν κάτασπρο. Καβαλάει και ξαναγυρίζει στην πρώτη γραμμή.

    Τα’ άλογό του με το κάτασπρο χρώμα του στόχος ξεχωριστός. Οι σφαίρες γύρω του μελίσσι. Μα θαρρούσε κανείς πως κι αυτές παραμέριζαν στην ορμή του.

    Πολύ πριν να φτάσει το μεσημέρι τα τμήματα που βρίσκονταν δεξιά απ’ το δρόμο που πάει απ’ τη Θεσσαλονίκη στο Λαχανά, άρχισαν να κλονίζονται. Καλπάζει ο Πλαστήρας στο τάγμα που Διοικητής του ήταν ο Ταγματάρχης Σταματόπουλος, του δίνει κατεύθυνση και του ορίζει θέση και σκοπό, με την εντολή να τρέξει το γρηγορότερο κι αυτός, καλπάζει ξανά στην πρώτη γραμμή, που ύστερα απ’ την πρώτη υποχώρηση είχε αρχίσει να κλονίζεται πάλι. Εμπρός, τους φωνάζει. Εμπρός. Έφτασαν ενισχύσεις. Τώρα θ’ ακούσετε το πυροβολικό. Να και το πεζικό που ακροβολίζεται κιόλα. Εμπρός. Όλοι μαζί στη νίκη.

    Αναθάρρησαν οι στρατιώτες βλέποντάς τον δίπλα τους καβαλάρη και με τέτοια ορμητική διάθεση. Ο αδερφός του ο Γιώργος που έφεδρος στρατιώτης τότε ανήκε σε αυτό το τάγμα, βρέθηκε εκεί σιμά του. Σαν αδερφός του αδερφού του ορμάει μπροστά φωνάζοντας: Εμπρός παιδιά!!! Ο ενθουσιασμός μεταδίδεται. Ορμάει ολόκληρη η γραμμή.

    Να κι ο Κονδύλης μπροστά του, υπολοχαγός τότε. Κατέβα απ’ τ’ άλογο Πλαστήρα, του λέει. Αρκετό αίμα πληρώσαμε. Στον πόλεμο, απάντησε απότομα ο Πλαστήρας, ή νικούν ή σκοτώνονται και κάλπασε με μεγαλύτερη δύναμη.

    Ξαφνιάστηκαν οι Βούλγαροι απ’ την ορμή τούτη κι άρχισαν κιόλας να κλονίζονται. Σε λίγο άρχισαν να υποχωρούν. Αργότερα η υποχώρηση γενικεύτηκε. Τ’ απόγευμα η μάχη τελείωνε. Την είχε κερδίσει ο Πλαστήρας. Η νίκη ανήκε στον Ελληνικό Στρατό.

    Ο στρατηγός Οθωναίος ζητάει να βρει τον ήρωα για να τον συγχαρεί. Του σφίγγει το χέρι με εγκαρδιότητα και συγκίνηση. Να είχαμε λίγους σαν κι εσένα!!... του λέει.

    Οι τραυματίες που είχαν ξεμείνει στους Βούλγαρους, με την πρωινή υποχώρηση, διηγούνταν, πως έβλεπαν έναν καβαλάρη με άσπρο άλογο να τρέχει μέσα στη μάχη και θαύμαζαν!!!....Κι έλπιζαν…. Ναι απαντούσαν οι άλλοι. Ήταν ο μαύρος καβαλάρης. Ώρε χαρά στη μάνα που τον γέννησε συμπλήρωναν πιο κει.

    Η φήμη του ξεπερνάει το Σύνταγμα. Ξαπλώνεται σ’ όλη τη μεραρχία. Φτάνει πιο πέρα ακόμα. Γίνεται θρύλος…. Θρύλος λακωνικός, απέριττος, γιομάτος, που γιομίζει τη φαντασία, χορταίνει την ψυχή, ανάβει τον ενθουσιασμό.

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ.
   Ο Πλαστήρας απέδειξε ότι «φτάνει και μια πράξη μονάχα για να πάρει κανείς δόξα, μα χρειάζονται πάρα πολλά για να γίνει κανείς θρύλος».

   Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν Θεσσαλός δηλαδή πείσμων και αγύριστο κεφάλι. Δεν είναι τυχαίο που οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν για τους Θεσσαλούς «όφις έδηξεν Θετταλόν και αντί θανείν Θετταλός έθανεν όφις.», δηλαδή το φίδι τσίμπησε Θεσσαλό και αντί να πεθάνει ο Θεσσαλός πέθανε το φίδι.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Του Θωμά Μαργαρίτη,                                                                                                                
Δικηγόρου,                                                                                                                        
τ. Δημάρχου,
τ. Προέδρου Δικηγορικού Συλλόγου,                                                                                                 

Δημοτικού Συμβούλου Δήμου Δράμας