8 Νοε 2011

Η μαρμαροβιομηχανία (Δράμας) δείχνει τον δρόμο της ανάπτυξης


Δίπλα στην Δράμα που μαραζώνει οικονομικά υπάρχει μία άλλη Δράμα που ανθεί και αυτό γιατί δεν μένει κλεισμένη στον εαυτό της αλλά κατακτά τις διεθνείς αγορές. Ο κλάδος του μαρμάρου ήταν και είναι ένας από τους πλέον δυναμικούς σε απόδοση κλάδους της Δραμινής γης. Οι λόγοι είναι προφανείς. Το πλούσιο σε ορυκτό πλούτο έδαφος της περιοχής και η ζήτηση του προϊόντος στις ξένες αγορές κρατούν σταθερά ακόμη και σήμερα μια αρκετά ανεπτυγμένη δραστηριότητα που αφήνει κέρδη αλλά και δείχνει τον δρόμο της ανάπτυξης.


Μία από τις πολλές σημαντικές μαρμαροβιομηχανίες της περιοχής μας αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Πρόκειται για τον όμιλο Κυριακίδη που παρουσίασε σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα. Ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε στα 20,76 εκατ. ευρώ, έναντι 30,86 εκατ. ευρώ πέρυσι και καθαρά κέρδη αυξημένα κατά 120%, στα 3,86 εκατ. ευρώ. Σημαντική αύξηση των εξαγωγών, κατέγραψε και στη διάρκεια του 2010 η Δραμινή μαρμαροβιομηχανία FHL Κυριακίδης, στέλνοντας μεγάλο όγκο μαρμάρων στην Κίνα, τα Αραβικά Εμιράτα και τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες

Για τη φετινή χρονιά δε η εταιρεία θα επιδιώξει να κλείσει και κάποια καινούρια έργα στην περιοχή, ώστε παράλληλα να σταθεροποιήσει και τον τζίρο της μεταξύ των 45–52 εκ. ευρώ. «Έχουν γίνει δειγματισμοί ενώ δόθηκαν και σχετικές προσφορές για τις οποίες αναμένονται απαντήσεις» τονίζεται και προστίθεται πως πρόκειται για έργα της τάξης των 3-5 εκ. ευρώ, το καθένα.

Στους στόχους της Δραμινής εταιρείας για το τρέχον έτος είναι, επίσης η μείωση της εξάρτησής της από τις τράπεζες σε μηδενικό επίπεδο αν είναι δυνατό. Με στοιχεία Δεκεμβρίου του 2010, εξάλλου, η εταιρεία βαρύνεται με ένα δάνειο 12 εκ. ευρώ, το οποίο είναι ρυθμισμένο μέχρι το 2018, ενώ έχει και άλλα περίπου 5-6 εκ. ευρώ από κεφάλαια κίνησης.

Άλλο ζωντανό παράδειγμα η εταιρεία LAZARIDIS MARMOR S.A. που μέσα από μια πορεία 40 χρόνων καθετοποιημένης παραγωγής με ιδιόκτητα λατομεία (εντός Ελλάδος όπως αυτό στη Σαλιάρα, στα Ξηροξύλα Θάσου, στο Γρανίτη, στο Βώλακα, στη Νικήσιανη, και στο εξωτερικό στο Diyarbakir που βρίσκεται στη Τουρκία, στο Nebregovo στο FYROM και το Jingzi στη Κίνα) παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο χώρο της μαρμαροβιομηχανίας.
 Στη σημερινή εποχή των προκλήσεων και του διεθνούς ανταγωνισμού η LAZARIDIS MARMOR S.A. μέσα από τη συνεχή έρευνα για τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων καθώς και την αξιοποίηση συνεργασιών ενίσχυσε τη θέση της στην παγκόσμια αγορά έχοντας στη κατοχή της λατομεία με γνωστά υλικά τόσο στο Ελλαδικό χώρο όσο και στο εξωτερικό.

Ο πλούτος της περιοχής μας σε κοιτάσματα μαρμάρου εκλεκτής ποιότητας, σε συνδυασμό με μια μακρόχρονη παράδοση στην τέχνη του μαρμάρου που οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των αιώνων, έχουν συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη της σημερινής, σύγχρονης και δυναμικής ελληνικής βιομηχανίας μαρμάρου που κατατάσσεται πλέον στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας βιομηχανίας διακοσμητικών πετρωμάτων, τόσο από άποψη μεγέθους παραγωγής όσο και ύφους εξαγωγών.

Από μόνη της η περιοχή της Δράμας αποδίδει το 40% περίπου της ελληνικής παραγωγής φυσικών διακοσμητικών πετρωμάτων.

Τα περισσότερα από τα εργοστάσια διαθέτουν εξοπλισμό, κύριο και βοηθητικό, σύγχρονης τεχνολογίας και μπορούν να παράγουν τελικά προϊόντα μαρμάρου κάθε είδους, όπως λεπτά πλακίδια τυποποιημένων διαστάσεων, είδη υγιεινής, διακοσμητικά προϊόντα μαρμάρου, μνημεία, καλλιτεχνήματα κ.ά., καθώς και προϊόντα ειδικών διαστάσεων. Το σημαντικό όμως είναι ότι μπορούν να ικανοποιήσουν απόλυτα τις ειδικές απαιτήσεις της πελατείας τους και να ανταποκριθούν με συνέπεια στους συμφωνημένους χρόνους παράδοσης και τις εκάστοτε καθοριζόμενες ποιοτικές προδιαγραφές.

Εκτός από της περιοχές Δράμας, Καβάλας, Θάσου και της Αττικής, σημαντικά κέντρα εξόρυξης και κατεργασίας μαρμάρου υπάρχουν και σε άλλα διαμερίσματα της χώρας. Τα πιο γνωστά είναι η περιοχή της Κοζάνης και της Βέροιας, όπου υπάρχουν αξιόλογα κοιτάσματα λευκού και ημίλευκου μαρμάρου με πολύ καλές φυσικομηχανικές ιδιότητες. Η συνολική ετήσια παραγωγή όγκων μαρμάρου στη Ζώνη αυτή εκτιμάται σε 50.000 και πλέον κυβ. μέτρα. Το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής κατεργάζεται σε σύγχρονα εργοστάσια της περιοχής.

 Η εξαιρετική ποιότητα των ελληνικών μαρμάρων και ο υψηλός βαθμός ανταγωνιστικότητας της εγχώριας βιομηχανίας, η οποία ανταποκρίνεται απόλυτα στις απαιτήσεις της ξένης αγοράς, έχει οδηγήσει σε μια σταθερή αύξηση των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια. Οι εξαγωγές μαρμάρων, από 35.945 τόνους αξίας περίπου 62 εκατομ. δρχ. το 1971, ξεπερνούν ήδη τους 270.000 τόνους, αξίας άνω των 30 δια δρχ. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών ελληνικών μαρμάρων είναι λευκά και ημίλευκα, όπως τα λευκά της Θάσου, της Ανατολικής Μακεδονίας, του Διονύσου-Πεντέλης κ.ά. Επίσης, εξάγονται αρκετές ποσότητες χρωματιστών μαρμάρων από διάφορες περιοχές και κυρίως πράσινα, μαύρα, γκρι.

Τα ελληνικά μάρμαρα εξάγονται κυρίως σε πλάκες και πλακίδια τυποποιημένων διαστάσεων, διάφορα καλλιτεχνήματα, καδρέτα και άλλα τελικά προϊόντα ειδικών διαστάσεων. Εξάγονται επίσης και μικρές ποσότητες όγκο-μαρμάρων και πλακών τελάρου. Οι εξαγωγές ελληνικών μαρμάρων κατευθύνονται σε όλο τον κόσμο, από τη Δυτ. Ευρώπη μέχρι τις ΗΠΑ, την Κίνα και τις αραβικές χώρες.

Αν και ο ανταγωνισμός, σήμερα, στη διεθνή αγορά των διακοσμητικών πετρωμάτων είναι πολύ σκληρός, η ελληνική μάρμαρο-βιομηχανία Βρίσκεται σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο και έχει δυνατότητες για παραπέρα ανάπτυξη. Είναι γεγονός ότι όλο και περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου κατευθύνουν τις δραστηριότητες τους με επιτυχία προς τη διεθνή αγορά.

Ο δυναμισμός τους, η εξαγωγική τους οργάνωση και η συστηματική πλέον συμμετοχή τους σε διεθνείς εκθέσεις μαρμάρου που γίνονται σε όλο τον κόσμο, όπως στην Ιταλία, στη Γερμανία, στις Η.Π.Α., στην Ιαπωνία, στην Ταϊβάν, έχουν συμβάλει αποφασιστικά στο να γνωρίσει τα ελληνικά μάρμαρα περισσότερος κόσμος και να εκτιμήσει την ποιοτική τους υπεροχή. Ο αριθμός των επιχειρήσεων του κλάδου μαρμάρου υπολογίζεται σε 4.000 περίπου και περιλαμβάνει μικρές, μεσαίες, αλλά και πολλές μεγάλες μονάδες που έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις και είναι από άποψη μεγέθους και εκσυγχρονισμού μεταξύ των καλυτέρων της Ευρώπης. Στον κλάδο απασχολούνται περισσότερα από 60.000 άτομα συνολικά, από τα οποία ένα αξιόλογο ποσοστό έχει υψηλό βαθμό εξειδίκευσης στους τομείς εξόρυξης, κατεργασίας και τοποθέτησης.

 Οι ελληνικές επιχειρήσεις μαρμάρου δραστηριοποιούνται συνήθως σε έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω τομείς:

 - Λατομεία,
 - Κοπή ή/και κατεργασία,
 - Κατασκευή καλλιτεχνημάτων, ταφικών, εκκλησιαστικών μνημείων,
 - Εμπόριο όγκων και προϊόντων μαρμάρου στην εγχώρια ή/και διεθνή αγορά,
 - Τοποθέτηση – εφαρμογές μαρμάρου.

 Ωστόσο, πολλές επιχειρήσεις έχουν επιτύχει μια κάθετη οργάνωση και δραστηριοποιούνται σε όλους σχεδόν τους παραπάνω τομείς. Οι επιχειρήσεις αυτές εκμεταλλεύονται συνήθως περισσότερα από ένα λατομεία, διαθέτουν σύγχρονα εργοστάσια κοπής και κατεργασίας, καθώς και δυναμικά εμπορικά τμήματα για τις εξαγωγικές τους δραστηριότητες.

Η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση ελληνικών μαρμάρων στο εξωτερικό, οδήγησε στην ανάπτυξη και του εμπορικού τομέα. Έτσι, υπάρχουν σήμερα αρκετές επιχειρήσεις που ασχολούνται μόνο με το εξαγωγικό εμπόριο. Αυτές αγοράζουν μάρμαρα από μικρές μονάδες, που δεν έχουν την κατάλληλη εξαγωγική οργάνωση και τα διαθέτουν σε πελάτες του εξωτερικού.

Τα αποθέματα των κοιτασμάτων μαρμάρου στην χώρα μας είναι τεράστια, πολλοί μάλιστα τα χαρακτηρίζουν πρακτικά ανεξάντλητα. Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία μαρμάρων σε διάφορους χρωματισμούς και τύπους, κυρίως όμως λευκά μάρμαρα, ορισμένα από τα οποία είναι από τα καλύτερα μάρμαρα του κόσμου. Γι’ αυτό και η Ελλάδα θεωρείται η χώρα με τη μεγαλύτερη ποικιλία σε λευκά και ανοιχτόχρωμα μάρμαρα.

Εκτός από τα λευκά, υπάρχουν και πολλοί τύποι χρωματιστών, όπως μαύρα μάρμαρα, γκρι, μπεζ, κόκκινα, πράσινα κ.ά. με πολύ καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Εξορύσσονται, επίσης, τραβερτίνης και όνυχας πολύ καλής ποιότητας. Σε γενικές γραμμές, η ποιότητα των ελληνικών μαρμάρων είναι εξαιρετική και οι φυσικές και μηχανικές τους ιδιότητες, όπως προσδιορίζονται από εργαστηριακές δοκιμές, καλύπτουν απόλυτα τις απαιτήσεις.

 Η ετήσια παραγωγή των λατομείων μαρμάρου ανέρχεται σήμερα σε 2.000.000 τόνους, ενώ η δυναμικότητα των εργοστασίων εκτιμάται ότι υπερβαίνει κατά πολύ τους 2.500.000 τόνους.


Βαγγέλης Ψωμάς
Πηγή: Εργασία –συν

Drama-tika.blogspot.com