31 Μαΐ 2012

Aπαντήσεις θεμάτων Ιστορίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης - Χρήστος Χαρακόπουλος

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
(Απαντήσεις  θεμάτων)

A.1.

α. «Φεντερασιόν»  σελ. 46: «Η κατάσταση αυτή…εργατικής ιδεολογίας στη χώρα».

β. «Πεδινοί» σελ. 77: «Οι πεδινοί είχαν ως ηγέτη …πτυχιούχους και στους μικροκαλλιεργητές».


γ. «Εθνικό Κόμμα» σελ. 92: «Το εθνικό κόμμα του Κ. Μαυρομιχάλη…να υλοποιήσουν οι Βενιζελικοί».



Α. 2.

α. Λ (σ. 42)

β. Σ (σ. 94)

γ. Σ (σ. 157)

δ. Σ (σ. 213)

ε. Λ (σ. 251)


Β1.

σ. 215-216

«Το κίνημα του Θερίσου δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους του … επίλυσης.»



Β2.

σ. 52

6. Η ελληνική οικονομία κατά την περίοδο του μεσοπολέμου

«Η Ελλάδα του μεσοπολέμου (1919-1939)…μέσα στην καταστροφή.»



Γ1.
α. (σ. 70)

Η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου έδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων. Οι πολιτικές και ιδεολογικές αντιλήψεις των κομμάτων εκφράστηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια και τα κόμματα άρχισαν να παίζουν ενεργότερο ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το σύνταγμα έγιναν σαφέστερες οι μεταξύ τους διαφορές. Πάντως, και τα τρία κόμματα τάχθηκαν υπέρ του συντάγματος. Ακόμα και το ρωσικό θεώρησε την ψήφιση συντάγματος ως μοναδική λύση, αφού δεν ήταν δυνατόν να ανατραπεί ο Όθων. Το ζητούμενο λοιπόν κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης του συντάγματος ήταν ο περιορισμός των εξουσιών του βασιλιά.

Η δυναμική παρουσία των κομμάτων στην πολιτική ζωή της χώρας αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι τρεις ηγέτες τους διηύθυναν τις εργασίες της εθνοσυνέλευσης κατά το 1843-1844. Οι ηγέτες αυτοί κατόρθωσαν να αποφύγουν ακραίες θέσεις, να επιβληθούν στις ριζοσπαστικές ομάδες των κομμάτων τους και να πάρουν από κοινού αποφάσεις για τις συνταγματικές ρυθμίσεις. Οι κομματικές παρατάξεις συμφώνησαν στην ανάγκη να κατοχυρωθούν ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα: η ισότητα απέναντι στο νόμο, η απαγόρευση της δουλείας, το απαραβίαστο του οικογενειακού ασύλου, η ελευθερία γνώμης και τύπου, η προστασία της ιδιοκτησίας η δωρεάν εκπαίδευση. Όλοι οι αντιπρόσωποι συνειδητοποίησαν ότι υπήρχαν αξίες και δικαιώματα που έπρεπε να προστατευτούν από την αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας. Μία αδυναμία ήταν το ότι δεν κατοχυρώθηκε συνταγματικά το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, πράγμα που μπορούσε να φέρει εμπόδια στη συγκρότηση κομματικών μηχανισμών.

β. Με άλλες διατάξεις του συντάγματος του 1844:

α) κατοχυρωνόταν, με ελάχιστους περιορισμούς το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας για τους άνδρες, ρύθμιση που αποτελούσε παγκόσμια πρωτοπορία. Σύμφωνα με το πρώτο ιστορικό παράθεμα ο Εκλογικός Νόμος καθιέρωνε την εκλογή των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων. Η ψηφοφορία θα ήταν άμεση, σχεδόν καθολική. Δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι άντρες πολίτες που είχαν συμπληρώσει 25 χρόνια της ηλικίας τους, είχαν κάποια ιδιοκτησία εντός της επαρχίας, όπου διέμεναν, ασκούσαν  οποιοδήποτε επάγγελμα ή ανεξάρτητο επιτήδευμα. Από το δικαίωμα ψήφου εξαιρούνταν όσοι ανακρίνονταν για κάποιο κακούργημα, όσοι προσωρινά ή μόνιμα είχαν χάσει με δικαστική απόφαση το δικαίωμα ψήφου και όσοι είχαν στερηθεί το δικαίωμα να διαχειρίζονται ελεύθερα την περιουσία τους.


Με διατάξεις του συντάγματος,

β) οριζόταν, επίσης,  η εκλογική διαδικασία σύμφωνα με την οποία οι εκλογείς μπορούσαν να δώσουν θετική ψήφο σε όσους υποψηφίους ήθελαν, συμπληρώνοντας ψηφοδέλτια ακόμα και διαφορετικών Συνδυασμών.

γ)  προβλεπόταν η ύπαρξη Βουλής και Γερουσίας. Οι Γερουσιαστές θα διορίζονταν από το βασιλιά και θα διατηρούσαν το αξίωμά τους ισόβια.

Συνταγματική πρόβλεψη για τα κόμματα δεν υπήρξε. Ο κανονισμός της Βουλής προέβλεπε ότι η σύνδεση των κοινοβουλευτικών επιτροπών θα γινόταν με κλήρωση. Αυτό αναγκαστικά οδηγούσε τις παρατάξεις σε διαβουλεύσεις και ορισμένες φορές, σε συναίνεση.


γ)  Με το σύνταγμα καθορίστηκαν και οι βασιλικές εξουσίες. Το σύνταγμα του 1844 εισήγαγε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Μεταξύ των σπουδαιότερων ήταν η συμμετοχή του βασιλιά στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας και η αρχηγία του κράτους και του στρατού. Σύμφωνα με το δεύτερο ιστορικό παράθεμα η νομοθετική πρωτοβουλία και το δικαίωμα της κυρώσεως των νόμων ανήκε στο Βασιλιά. Η δικαιοσύνη πήγαζε από το βασιλιά και απονεμόταν εν ονόματί του. Ο βασιλιάς διόριζε τα μέλη της Γερουσίας και είχε το δικαίωμα να διαλύσει τη Βουλή, συνεπώς συγκέντρωνε εκτεταμένες αρμοδιότητες. Σύμφωνα με το άρθρο 15, Περί συντάξεως της Πολιτείας, του τρίτου ιστορικού παραθέματος, η νομοθετική εξουσία ασκούνταν από το Βασιλιά, τη Βουλή και τη Γερουσία, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 59, Περί βουλής, του ιδίου παραθέματος η Βουλή  σύγκειται από Βουλευτές που εκλέγονται σύμφωνα με τον Νόμο περί εκλογής.

Και η δικαστική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του βασιλιά. Σύμφωνα με το άρθρο 21. Περί συντάξεως της πολιτείας του τρίτου κειμένου η δικαστική εξουσία ενεργούνταν από τα δικαστήρια, οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνταν ονόματι του Βασιλέως.

Ο Βασιλιάς επίσης ήταν αρχηγός στρατού. Σύμφωνα με το άρθρο 21, Περί συντάξεως της Πολιτείας η εκτελεστική εξουσία ανήκε στο Βασιλιά, ενώ εφαρμοζόταν από Υπουργούς που διόριζε ο ίδιος.

Τέλος, ανάμεσα στις βασιλικές εξουσίες ήταν και η αρχηγία του κράτους. Σύμφωνα με το δεύτερο ιστορικό παράθεμα, ο βασιλιάς δεν ήταν μόνο ανώτατος άρχοντας, αρχηγός κράτους, αλλά και το ανώτατο και κυρίαρχο όργανο του κράτους, αποδεχόταν δηλαδή μόνο εκείνους τους περιορισμούς της εξουσίας του, που είχαν διατυπωθεί ρητώς στο Σύνταγμα.
   

Δ1. σ. 154.

Η ΕΑΠ διέκρινε την αποκατάσταση των προσφύγων σε αγροτική (παροχή στέγης και κλήρου στην ύπαιθρο) και αστική (παροχή στέγης στις πόλεις). Μολονότι οι περισσότεροι πρόσφυγες ασκούσαν στην πατρίδα τους «αστικά επαγγέλματα» (σχετικά με το εμπόριο τη βιοτεχνία-βιομηχανία κτλ. Προς επίρρωση των στοιχείων που αναφέρονται στο σχολικό βιβλίο και στο ιστορικό παράθεμα αναφέρεται ότι η προσπάθεια εγκατάστασης προσφύγων στην Ελλάδα έχει κατηγορηθεί για «προκατάληψη υπέρ των αγροτών» και για το γεγονός ότι σε μία επταετία εντατικής λειτουργίας [της ΕΑΠ] διατέθηκαν μόνο δύο εκατομμύρια στερλίνες για τα στεγαστικά προγράμματα των πόλεων, εγώ για τα προγράμματα της υπαίθρου διατέθηκαν 10,5 εκατομμύρια.

Ήταν πολλοί κοινωνικοί, πολιτικοί και στρατηγικοί λόγοι που δόθηκε βάρος στη γεωργία:

• Υπήρχαν τα μουσουλμανικά κτήματα (κυρίως στη Μακεδονία, αλλά και στην Κρήτη, τη Λέσβο, τη Λήμνο και αλλού). Οι αγροτικές περιοχές στο βορρά, αντίθετα ήταν σχετικά έρημες από την έξοδο των μουσουλμάνων.

• Η αγροτική αποκατάσταση ήταν ταχύτερη και απαιτούσε μικρότερες δαπάνες.

• Η ελληνική οικονομία βασιζόταν ανέκαθεν στη γεωργική παραγωγή.

• Υπήρχε η πολιτική σκοπιμότητα της αποφυγής κοινωνικών αναταραχών με τη δημιουργία γεωργών μικροϊδιοκτητών αντί του εργατικού προλεταριάτου. Σύμφωνα με το ιστορικό παράθεμα σε καμία χώρα δεν μπορούσε να αποκλειστεί η πιθανότητα εσωτερικών ταραχών. Οι πρόσφυγες διεκδικούσαν στις πόλεις και ήταν σε θέση να κάνουν την οργή  τους αισθητή διαδηλώνοντας στους δρόμους. Ακόμα, η πόλεις και οι κωμοπόλεις ήταν ήδη υπερπλήρεις, ανθυγιεινές και κινδύνευαν να μετατραπούν σε εστίες κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής. Δεν υπήρχε απλός τρόπος να βρεθεί εργασία για τους πρόσφυγες των αστικών κέντρων χωρίς να δημιουργηθεί δυσφορία στον υπάρχοντα πληθυσμό.

• Δόθηκε, λοιπόν,  προτεραιότητα στην εγκατάσταση των προσφύγων στη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη. Σύμφωνα με τον πίνακα το 52.2%, δηλαδή 638.253 χιλιάδες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, καθώς ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν τα μουσουλμανικά κτήματα και τα κτήματα των Βουλγάρων μεταναστών (σύμφωνα με τη συνθήκη Νεϊγύ). Αυτό καθιστούσε τους πρόσφυγες αυτάρκεις σε σύντομο χρονικό διάστημα και θα συντελούσε στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής.

• θα καλυπτόταν το δημογραφικό κενό, που είχε δημιουργηθεί με την αναχώρηση των Μουσουλμάνων και των Βουλγάρων και τις απώλειες που προκάλεσαν οι συνεχείς πόλεμοι (1912-1922). Επιπλέον, έτσι, εποικίζονταν παραμεθόριες περιοχές. Σύμφωνα με το ιστορικό παράθεμα, μετά την έξοδο η κυβέρνηση συνειδητοποίησε τη στρατηγική ανάγκη να εποικίσει το συντομότερο αυτά τα εδάφη με αγρότες που αποτελούσαν πολύτιμο προμαχώνα στις τυχόν βλέπεις των Σλάβων για τη βόρεια Ελλάδα. Όσο πιο γρήγορα πήγαιναν να εγκατασταθούν στα εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας τόσο το καλύτερο.

• Αντίθετα, το 8.8%, δηλαδή 107.607 χιλιάδες εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Θράκη, διότι παρέμεναν εκεί μουσουλμάνοι που είχαν εξαιρεθεί της ανταλλαγής.

• Το ποσοστό 25% στη Στερεά Ελλάδα δικαιολογείται αν αναλογιστεί κανείς τη συγκέντρωση προσφύγων στα αστικά κέντρα, η οποία πραγματοποιήθηκε με την αστική αποκατάσταση.

• Στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου εμφανίζεται ένα ποσοστό 4,6% και οι εγκατεστημένοι πρόσφυγες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις περιουσίες των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων εποικίζοντας έτσι παραμεθόριες περιοχές.

• Στη Θεσσαλία το ποσοστό ανέρχεται μόλις σε 2,8%, καθώς στο μεγαλύτερο βαθμό η αγροτική μεταρρύθμιση που εφαρμόστηκε από το 1917 έχει ολοκληρωθεί.

• Στις άλλες περιοχές, π.χ. Πελοπόννησος, Κρήτη, Ιόνια νησιά και Κυκλάδες, τα ποσοστά είναι πολύ μικρά, γιατί οι εκεί πρόσφυγες ασχολήθηκαν κυρίως με την αμπελουργία, το εμπόριο και τη ναυτιλία.



Επιμέλεια απαντήσεων
Χρήστος Χαρακόπουλος
Φιλόλογος