Προς κ. Αντιπεριφερειάρχη, Τους
κ.κ. Βουλευτές, Παραγωγικούς – Επαγγελματικούς φορείς
Αξιότιμοι άρχοντες,
I. Λαμβάνοντας
αφορμή από την κραυγή αγωνίας των συμπατριωτών μας που ‘’κρατούν’’ και ‘’ υπερασπίζουν’’ τη γη του
Λεκανοπεδίου, οι οποίοι
εγκαταλελειμμένοι από την πολιτεία σε κάθε επίπεδο (υγείας, παιδείας,
γεωργίας , κάθε είδος κρατικής
μέριμνας κλπ) και οι οποίοι έχοντας το μοναδικό
προϊόν (πατάτα) επιβίωσης αδιάθετο και αδυνατώντας ν’ ανταποκριθούν στον
βομβαρδισμό των χαρατσιών που μεγεθύνονται λόγω της οικονομικής εξαθλίωσής
τους, σας παραθέτω τις παρακάτω σκέψεις, ως ένα μέσο διεξόδου όχι μόνο για την
συγκεκριμένη εξαιρετική περίπτωση που οφείλετε ν’ αντιμετωπίσετε ‘’χθες’’ ,
αλλά και γενικότερα για την δημιουργία ενός πλέγματος προστασίας, προβολής και
διάθεσης των τοπικών μας προϊόντων διατήρησης – ανάπτυξης των επιχειρήσεων και
δημιουργίας – διασφάλισης θέσεων εργασίας.
II. Ως γνωστό η
τιμή καταναλωτή για αγροτικά προϊόντα είναι κατά το ΥπΑΑΤ, 5 έως 8 φορές πάνω από την τιμή παραγωγού,
ενώ τα ρεπορτάζ των εφημερίδων και των καναλιών το ανεβάζουν σε δέκα φορές
επάνω.
Αυτό το κόστος είναι αναγκαίο για να συντηρηθεί το μη
παραγωγικό κομμάτι των υπηρεσιών (μεταφορές, ανασυσκευασίες, μεσιτείες,
ψυκτικοί-αποθηκευτικοί χώροι, κόστος συντήρησης, πολλαπλά αλληλοδιαδοχικά
ποσοστά κερδών μεσαζόντων, φθορά μακροχρόνιων διαδικασιών κλπ).
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ότι ενώ οι τιμές παραγωγού για το ίδιο προϊόν συνεχώς συμπιέζονται, οι τιμές καταναλωτή συνεχώς αυξάνονται ανεξάρτητα από το αρχικό κόστος κτήσης του αγροτικού προϊόντος, υφαρπάζοντας τον μόνο πραγματικό παραγόμενο πλούτο από τον αγρότη-παραγωγό, και μεταφέροντάς τον στους ενδιάμεσους πολλούς απαραίτητους κρίκους της Εφοδιαστικής Αλυσίδας, κυρίως του αγροδιατροφικού τομέα.
Ταυτόχρονα υπάρχουν τρωτά σημεία για την «ελληνοποίηση» ανώνυμων προϊόντων από πολύ φθηνές αγορές με χαμηλό επίπεδο ζωής (επιβίωσης) αλλά πιθανόν και πολύ χαμηλό επίπεδο προστασίας της υγείας.
Για να απομακρυνθεί ένα αγροτικό προϊόν από τον μοναδικό ανταγωνισμό στην τελική του τιμή, πρέπει να διαφοροποιηθεί. Ο ευκολότερος τρόπος διαφοροποίησης είναι η ενσωμάτωση τοπικών πολιτιστικών και άλλων χαρακτηριστικών στο προϊόν, ώστε να καταστήσουν διακριτό από τα άλλα, που έχουν τα ίδια οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (ΠΟΠ, ΠΓΕ ή τοπικά).
Ταυτόχρονα θα πρέπει να επιδιωχθεί να μειωθούν τα κόστη μεταφοράς καθώς και την «ανωνυμοποίησή» του. Όλα αυτά μας οδηγούν στην ανάπτυξη της Τοπικής Αγοράς. Αν δημιουργηθούν συνθήκες τοπικής αγοράς, ακολούθως θα πρέπει το μέγεθος των συναλλαγών της να είναι επαρκές για να επιτρέψει την διατήρηση ενός ανεκτού επιπέδου ποιότητας ζωής στους κατοίκους του συγκεκριμένου τόπυ. Για να μεγαλώσουμε την Αγορά ο μόνος τρόπος είναι να προσελκύσουμε καταναλωτές από την γύρω περιοχή.
Ένας τόπος γίνεται συγκεκριμένος όταν αποκτά ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. Η ακτίνα ημερήσιας μετακίνησης είναι σήμερα περίπου τα 100 χιλιόμετρα οδική απόσταση. Τα σημεία κατανάλωσης είναι οι ξενώνες (μικρές μονάδες Τουριστικού Υπαίθρου ή/& Αγροτουρισμού), τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα καταστήματα πώλησης αγροτικών προϊόντων (επισκέψιμα αγροκτήματα, πρατήρια κλπ).
Αν μπορούν να συνδεθούν τα σημεία κατανάλωσης, με τα σημεία μεταποίησης και με την παραγωγή, με ενσωμάτωση της τοπικής ταυτότητας, τότε ο τόπος μπορεί να γίνει προορισμός (destination) και να πουλά στην γύρω περιοχή σε ημερήσια βάση και σε πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις (αν υπάρχουν ξενοδοχεία με τοπικό χρώμα).
Έτσι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι να επωφελείται η τοπική κοινωνία με το 5 ή 8 ή 10 φορές πολλαπλάσιο εισόδημα της αρχικού κόστους παραγωγής και αυτό αποδίδει στην τοπική δημόσια διοίκηση επαρκείς φόρους για να υποστηρίξουν την Τοπική ενδογενή Ανάπτυξη, ενώ πολλαπλασιάζει τα εισοδήματα όλων των εμπλεκόμενων στην τοπική κοινωνία και δημιουργεί συνεχώς νέες θέσεις απασχόλησης στην τοπική αγορά.
Τα βήματα είναι κατ’ αρχή, η κοινή θέληση όλων (Τοπικό Σύμφωνο για προβολή του Τόπου), επισήμανση και ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας, δημιουργία Τοπικών δικτύων και Τοπικής Εφοδιαστικής Αλυσίδας. Όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν και θα ανατροφοδοτηθούν.
ΙΙΙ. Η επιτυχία του προαναφερθέντος εγχειρήματος εξαρτάται και πάλι από την ύπαρξη κοινής δράσης και συλλογικής δουλειάς. Είναι αυτό που τονίζεται κατά κόρον το τελευταίο διάστημα και αναλίσκεται στο θεωρητικό επίπεδο καθόσον η πράξη είναι άγνωστο κεφάλαιο για τη Δράμα.
Πιο συγκεκριμένα λοιπόν, θα μπορούσαν για παράδειγμα οι δήμοι, μέσω της Περιφέρειας να αναλάβουν πρωτοβουλία και να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι: δήμοι, επιμελητήριο, αγρότες-κτηνοτρόφοι, ξενοδοχεία, ξενώνες, εστιάτορες και να διερευνηθεί η δυνατότητα δημιουργίας ενός τοπικού συμφώνου ποιότητας, μέσω της τοπικής εφοδιαστικής αλυσίδας, ώστε τα προϊόντα που θα χρησιμοποιούν οι παραπάνω (εστιάτορες-ξενοδόχοι κτλ.) να προέρχονται από τοπικούς αγρότες και κτηνοτρόφους.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ότι ενώ οι τιμές παραγωγού για το ίδιο προϊόν συνεχώς συμπιέζονται, οι τιμές καταναλωτή συνεχώς αυξάνονται ανεξάρτητα από το αρχικό κόστος κτήσης του αγροτικού προϊόντος, υφαρπάζοντας τον μόνο πραγματικό παραγόμενο πλούτο από τον αγρότη-παραγωγό, και μεταφέροντάς τον στους ενδιάμεσους πολλούς απαραίτητους κρίκους της Εφοδιαστικής Αλυσίδας, κυρίως του αγροδιατροφικού τομέα.
Ταυτόχρονα υπάρχουν τρωτά σημεία για την «ελληνοποίηση» ανώνυμων προϊόντων από πολύ φθηνές αγορές με χαμηλό επίπεδο ζωής (επιβίωσης) αλλά πιθανόν και πολύ χαμηλό επίπεδο προστασίας της υγείας.
Για να απομακρυνθεί ένα αγροτικό προϊόν από τον μοναδικό ανταγωνισμό στην τελική του τιμή, πρέπει να διαφοροποιηθεί. Ο ευκολότερος τρόπος διαφοροποίησης είναι η ενσωμάτωση τοπικών πολιτιστικών και άλλων χαρακτηριστικών στο προϊόν, ώστε να καταστήσουν διακριτό από τα άλλα, που έχουν τα ίδια οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (ΠΟΠ, ΠΓΕ ή τοπικά).
Ταυτόχρονα θα πρέπει να επιδιωχθεί να μειωθούν τα κόστη μεταφοράς καθώς και την «ανωνυμοποίησή» του. Όλα αυτά μας οδηγούν στην ανάπτυξη της Τοπικής Αγοράς. Αν δημιουργηθούν συνθήκες τοπικής αγοράς, ακολούθως θα πρέπει το μέγεθος των συναλλαγών της να είναι επαρκές για να επιτρέψει την διατήρηση ενός ανεκτού επιπέδου ποιότητας ζωής στους κατοίκους του συγκεκριμένου τόπυ. Για να μεγαλώσουμε την Αγορά ο μόνος τρόπος είναι να προσελκύσουμε καταναλωτές από την γύρω περιοχή.
Ένας τόπος γίνεται συγκεκριμένος όταν αποκτά ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. Η ακτίνα ημερήσιας μετακίνησης είναι σήμερα περίπου τα 100 χιλιόμετρα οδική απόσταση. Τα σημεία κατανάλωσης είναι οι ξενώνες (μικρές μονάδες Τουριστικού Υπαίθρου ή/& Αγροτουρισμού), τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα καταστήματα πώλησης αγροτικών προϊόντων (επισκέψιμα αγροκτήματα, πρατήρια κλπ).
Αν μπορούν να συνδεθούν τα σημεία κατανάλωσης, με τα σημεία μεταποίησης και με την παραγωγή, με ενσωμάτωση της τοπικής ταυτότητας, τότε ο τόπος μπορεί να γίνει προορισμός (destination) και να πουλά στην γύρω περιοχή σε ημερήσια βάση και σε πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις (αν υπάρχουν ξενοδοχεία με τοπικό χρώμα).
Έτσι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι να επωφελείται η τοπική κοινωνία με το 5 ή 8 ή 10 φορές πολλαπλάσιο εισόδημα της αρχικού κόστους παραγωγής και αυτό αποδίδει στην τοπική δημόσια διοίκηση επαρκείς φόρους για να υποστηρίξουν την Τοπική ενδογενή Ανάπτυξη, ενώ πολλαπλασιάζει τα εισοδήματα όλων των εμπλεκόμενων στην τοπική κοινωνία και δημιουργεί συνεχώς νέες θέσεις απασχόλησης στην τοπική αγορά.
Τα βήματα είναι κατ’ αρχή, η κοινή θέληση όλων (Τοπικό Σύμφωνο για προβολή του Τόπου), επισήμανση και ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας, δημιουργία Τοπικών δικτύων και Τοπικής Εφοδιαστικής Αλυσίδας. Όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν και θα ανατροφοδοτηθούν.
ΙΙΙ. Η επιτυχία του προαναφερθέντος εγχειρήματος εξαρτάται και πάλι από την ύπαρξη κοινής δράσης και συλλογικής δουλειάς. Είναι αυτό που τονίζεται κατά κόρον το τελευταίο διάστημα και αναλίσκεται στο θεωρητικό επίπεδο καθόσον η πράξη είναι άγνωστο κεφάλαιο για τη Δράμα.
Πιο συγκεκριμένα λοιπόν, θα μπορούσαν για παράδειγμα οι δήμοι, μέσω της Περιφέρειας να αναλάβουν πρωτοβουλία και να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι: δήμοι, επιμελητήριο, αγρότες-κτηνοτρόφοι, ξενοδοχεία, ξενώνες, εστιάτορες και να διερευνηθεί η δυνατότητα δημιουργίας ενός τοπικού συμφώνου ποιότητας, μέσω της τοπικής εφοδιαστικής αλυσίδας, ώστε τα προϊόντα που θα χρησιμοποιούν οι παραπάνω (εστιάτορες-ξενοδόχοι κτλ.) να προέρχονται από τοπικούς αγρότες και κτηνοτρόφους.
Με εκτίμηση
Κυριαζίδης Δημήτρης
0 ΣΧΟΛΙΑ:
Δημοσίευση σχολίου