13 Ιουλ 2012

Επιτυχία στις εξετάσεις: Προφανείς και λιγότερο προφανείς παράγοντες

Της Ελπινίκης Τζάρα

Το γεγονός που κυριάρχησε τις τελευταίες μέρες, απασχόλησε όλες  σχεδόν τις ελληνικές οικογένειες, κυριάρχησε στον έντυπο & ηλεκτρονικό τύπο και τροφοδότησε αλλεπάλληλες συζητήσεις για μια φορά ακόμη, ήταν αυτό της έκδοσης των αποτελεσμάτων για την εισαγωγή στα ΑΕΙ & ΤΕΙ. 
  


Πολύ περισσότερο από άλλες περιοχές της χώρας μας επηρέασε την κοινωνική ζωή του νομού μας, καθώς όπως από επίσημα στοιχεία προέκυψε (Χρήστος Κάτσικας, επεξεργασία στοιχείων απογραφής ΕΣΥΕ 2001) ότι ο Νομός μας είναι τέταρτος (4ος) πανελλαδικά στον κατάλογο με το μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με ποσοστό 12,4%.

Εάν μάλιστα δει κανείς ότι πρώτος είναι ο νομός Αττικής με 16, 7%, ακολουθεί της Θεσ/νίκης με 15,5% και των Ιωαννίνων με 12,4%, αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της επιτυχίας των μαθητών του Νομού μας. Αυτή δε η επιτυχία μεγεθύνεται όταν σκεφτεί κανείς το ειδικό βάρος των δύο πρώτων νομών (Αθήνα – Θεσ/νίκη) στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας καθώς και την ύπαρξη καταξιωμένων Πανεπιστημίων και στους τρεις νομούς.

Οι λόγοι που εξηγούν αυτήν την εξαιρετική μας επίδοση είναι έργο άλλων παραγόντων. Ως φιλόλογος ασχολούμενη με την προσπάθεια των παιδιών για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ & ΤΕΙ θεωρώ ότι τρεις κυρίως είναι οι παράγοντες που οδηγούν στην επιτυχία, και μάλιστα αλληλεπιδρούν τόσο, ώστε δεν είναι εύκολο να επιμερισθεί η συμμετοχή τους  σ’ αυτήν. Η τριάδα της επιτυχίας είναι: Ο μαθητής, το σχολείο, η οικογένεια

Όταν λέμε μαθητής εννοούμε το υποκείμενο αυτής της προσπάθειας, με τις κλίσεις και τις δεξιότητές του, τα ενδιαφέροντά του, τα στοιχεία του χαρακτήρα του και, γενικά, τα «θέλω» και τα «μπορώ» του. Καθοριστική προϋπόθεση για την ευόδωση της προσπάθειας αποτελεί η μεθοδική μελέτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι από εκατοντάδες παιδιά που πέρασαν από το φροντιστήριο, όλα όσα υλοποίησαν τον στόχο τους-προμετωπίδα του φροντιστηρίου, δηλ. «πρώτες θέσεις στις πρώτες προτιμήσεις», ήσαν μαθητές και μαθήτριες που διάβασαν μεθοδικά.


 Δεν αναλώθηκαν σε πολύωρη και εξαντλητική μελέτη αλλά σταθερά και μεθοδικά πλησίασαν το αντικείμενο του μαθήματος, οργάνωσαν την σκέψη τους γύρω απ’ αυτό και έχτισαν την γνώση τους στέρεα. Αυτό είναι καθοριστικό για την περαιτέρω πρόοδό τους γιατί τους βοηθά πιο εύκολα και πιο γρήγορα να κατανοούν την επόμενη ανώτερη βαθμίδα της γνώσης. Ως φυσικό επακόλουθο λοιπόν ήλθε η επιτυχία, για την οποία μόχθησαν μεθοδικά!

Εύκολα και άκριτα επαναλαμβάνεται η μομφή για το σχολείο ότι ουσιαστικά αποτελεί απλώς «την υποχρεωτική θητεία» πριν το Πανεπιστήμιο. Στο σημείο αυτό είμαι κατηγορηματική: Σε όποιο σχολείο, και στο Νομό μας μιλάμε μόνον για Δημόσια Σχολεία, οι καθηγητές προσπάθησαν, εμφύσησαν στους μαθητές τους την αγάπη για το μάθημα, δούλεψαν μέσα στην τάξη, τα αποτελέσματα ήσαν εξαιρετικά.

Επίσης η ηρεμία στο σχολείο και η απρόσκοπτη λειτουργία του επιδρά θετικά στα παιδιά και δεν διασπά την προσοχή τους από τον στόχο τους. Τα παιδιά που ήλθαν στο φροντιστήριο από ανάλογα σχολεία με ανάλογους καθηγητές είχαν όλα τους ένα σημαντικό απόθεμα γνώσης και το φροντιστήριο εξειδίκευσε και συστηματοποίησε την γνώση αυτή. Είναι αυτονόητο ότι η διαδικασία αυτή αποδίδει άμεσα σε μαθητές που έχουν αυξημένο επίπεδο γνώσης. Πολύ εύκολα τα παιδιά με τα εφόδια αυτά εξελίχθηκαν και η επιτυχία ήλθε ως φυσιολογικό επακόλουθο.

Όλα όμως αυτά δε μπορούν να έχουν την απαιτούμενη αποτελεσματικότητα εάν δεν συνοδεύονται από μία ήρεμη οικογενειακή ζωή. Η οικογένεια συνήθως αγχώνεται περισσότερο από τον ίδιο τον μαθητή, δημιουργεί μια ασφυκτική κυριολεκτικά ατμόσφαιρα με το πρόσχημα του ενδιαφέροντος και διαταράσσει την ψυχική ηρεμία του παιδιού. Όπως και σε όλα τα πράγματα και εδώ ισχύει το «μέτρον άριστον».

Είναι προφανής η σημασία που δίνει η ελληνική οικογένεια στις ανώτερες σπουδές αλλά αυτό δεν νομιμοποιεί ακραίες συμπεριφορές και καταστάσεις υστερίας. Γονείς που μονίμως πιέζουν το παιδί να διαβάσει, που θεωρούν τα μαθήματά του ως μοναδικό λόγο ύπαρξης και τις εξετάσεις του ως «μητέρα όλων των μαχών» συνήθως οδηγούν το παιδί σε απρόβλεπτες αντιδράσεις και κυρίως δεν το εξοπλίζουν με την απαραίτητη υπομονή & ηρεμία.

Είναι προφανές ότι οι παραπάνω απόψεις δεν διεκδικούν το φωτοστέφανο της πρωτοτυπίας ή το κύρος της επιστημοσύνης και είναι αυτονόητο ότι επιδέχονται αντίλογο. Είναι απόψεις εμπειρικού χαρακτήρα, που αποκτήθηκαν από την συνεχή τριβή με τα παιδιά και από την αγωνία μου ως εκπαιδευτικού να ανταποκριθώ στις αυξημένες απαιτήσεις της δουλειάς μου αλλά και των μαθητών και των οικογενειών τους. Τέλος, είναι σκέψεις που πηγάζουν από την αγάπη για τους μαθητές και την πολύ μεγάλη προσπάθειά τους. Κι αυτό το τελευταίο, νομίζω, δικαιολογεί και νομιμοποιεί την δημοσίευσή τους.

ΕΛΠΙΝΚΗ ΤΖΑΡΑ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ