21 Σεπ 2012

Γνωρίστε τους σκηνοθέτες (φωτό)!


Μέρα με τη μέρα, περισσότερες ταινίες και σκηνοθέτες διεκδικούν το ενδιαφέρον του κοινού στο -πλουσιότατο φέτος- ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Δράμας. Και είναι πλέον φανερό, όπως παρατήρησε ο κριτικός κινηματογράφου Κώστας Κωνσταντινίδης, πως είμαστε μάρτυρες της …αλλαγής φύλου του ελληνικού κινηματογράφου, που σχεδόν εγκαταλείπει το φιλμ για χάρη του ψηφιακού format. Είναι χαρακτηριστικό πως από τις 84 ταινίες που φέτος διαγωνίζονται μόνον οι δύο γυρίστηκαν σε φιλμ (!)

Σήμερα ακόμα περισσότεροι νεαροί δημιουργοί μίλησαν για την ταινία τους στο αίθριο των γραφείων του φεστιβάλ. Ας τους γνωρίσουμε:

• Ο Θάνος  Ψυχογυιός, στο «Κάτι θα γίνει», διασκευάζει το διήγημα του Χρήστου Οικονόμου και περιγράφει στιγμές από την ζωή μιας γυναίκας που βρίσκεται σε οικονομικό και ψυχολογικό αδιέξοδο αλλά προσπαθεί να κρατήσει άσβεστη την ελπίδα της.



• Στο «Buyout» της Κάρμεν Ζωγράφου, μια οικογένεια έρχεται σε ρήξη για το πατρικό σπίτι, με αφορμή την άφιξη του γερμανού φίλου της μαμάς.



• Η Βούλα Γερμανάκου-Κοψίνη και ο Χρύσανθος Μαργώνης στην «Ίαση»  παρακολουθούν την σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ δύο αρρώστων στο ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου.





• «Με την πρώτη», η Χρύσα Ψωμαδέλλη περιγράφει μια τυχαία συνάντηση ενός άντρα και μιας γυναίκας με απρόσμενη έκβαση. «Είναι μια ταινία για τις σχέσεις των ανθρώπων και πώς μπορούν να εξελιχθούν».



• Μια τρίλεπτη ταινία, ο «Δεσμός» της Σάσας Αγγελίδη, εμβαθύνει στη σχέση ενός ζευγαριού και στο ιδιαίτερο δέσιμο που μπορεί να αναπτυχτεί ανάμεσά τους.



• Στο «Παγόβουνό» του, ο Κωνσταντίνος Γεραμπίνης, εστιάζει σε έναν υπέρβαρο νεαρό που ζητά εκδίκηση για το θάνατο του αδερφού του. «Ανήκει σε μια νέα κατηγορία ανθρώπων που περνούν ένα μεγάλο μέρος της εφηβείας τους  στον υπολογιστή».



• Οι «Πεινασμένοι» ήρωες του Γιώργου Μπακάλη «είναι η ιστορία πέντε χοντρών στο μέλλον οι οποίοι ζουν όπως οι οικονομικοί μετανάστες σήμερα». Η ταινία παρακολουθεί τη σχέση τους με μια κρατική υπάλληλο.



•Σύμφωνα με την σκηνοθέτρια Γιώτα Ζήση, το «Ραντεβού» είναι μια σπουδή στο «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» του Αλεν Ρενέ. Στην ουσία εξερευνά τη σχέση του χρόνου με τη μνήμη.



• Ο θάνατος είναι ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή; Με μια χιουμοριστική ματιά αντιμετωπίζει τον Χάρο ή μάλλον τον Άδη ο Θοδωρής Βουρνάς, ο οποίος καταπιάνεται με την «Άλλη όχθη»…



• Σε ένα ταξίδι στον άλλο κόσμο, ή μάλλον σε μια ενδιάμεση φάση μεταξύ κόλασης και παραδείσου, μας πηγαίνει και η ταινία του Δημήτρη Τσιλιφώνη «Ο δρόμος της Στύγας».



• Σε άλλο κλίμα, ο Δραμινός Σίμος Κορεξενίδης μας προσκαλεί σε «Έναν χορό ακόμα», μια ιστορία άσβεστης αγάπης. «Έγινα ό, τι είμαι παρακολουθώντας τις προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης Δράμας», ομολόγησε.



• Μια αλληγορική ιστορία είναι το «Stone story» του Σπύρου Παπαναστασίου. Ο ήρωας του μέσα από μια πνευματική εμπειρία, ενσωματώνεται σε έναν βράχο.



• Έναν σύγχρονο Οιδίποδα που κινείται σήμερα στην Αθήνα παρακολουθεί στο «Sphinx» του Κωνσταντίνου Καραμαγκιώλη. Η ταινία του είναι ενα σχόλιο  για την έξαρση του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας.



•           Όσο για τους «Παλιάτσους» του Δημήτρη Νάκου είναι «δύο πλανόδιοι μουσικοί. Ένας μικρός κι ένας μεγάλος. Ποιος θα καταφέρει να κερδίσει την πιάτσα;».



Το θέμα του σεναρίου και το κατά πόσον οι σκηνοθέτες (πρέπει να) χρησιμοποιούν σεναριογράφο άναψε την συζήτηση που ακολούθησε, ιδιαίτερα μετά από παρέμβαση-σχόλιο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου. Ο γνωστός πεζογράφος παρατήρησε πως οι περισσότεροι μικρομηκάδες δεν αξιοποιούν σεναριογράφους, ούτε διαβάζουν λογοτεχνικά έργα αλλά προτιμούν να γράφουν μόνοι τους τα σενάρια τους. «Δεν γράφετε την μουσική της ταινίας σας, διότι απλούστατα δεν μπορείτε. Γιατί κάνετε την δουλειά του σεναριογράφου;».

Οι μικρομηκάδες ανταπάντησαν: κάποιοι επικαλέστηκαν την σημασία ύπαρξης σκηνοθετών auteur (Σπύρος Παπαναστασίου), κάποιοι άλλοι εξήγησαν πως, αντιθέτως, αναζητούν διαρκώς νέα σενάρια (Θ.Βουρνάς), ενώ άλλοι διεκτραγώδησαν  τις συνθήκες στην Ελλάδα που οδηγούν τους σκηνοθέτες να κάνουν τα πάντα (Βούλα Γερμανάκου-Κοψίνη).

Άλλοι πάλι έφεραν ως επιχείρημα την ίδια την ταινία τους, όπως το «Κάτι θα γίνει», που βασίστηκε σε βιβλίο. «Βέβαια, δεν είναι εύκολο να μεταφέρεις το ένα είδος στο άλλο», εξήγησε ο Θ. Ψυχογυιός.

«Εγώ πάλι νοιώθω αναγκασμένη να γράφω μόνη το σενάριο της ταινίας μου», είπε η Κάρμεν Ζωγράφου. «Πόσοι επαγγελματίες υπάρχουν; Πόσοι έχουν το χρόνο να το κάνουν χωρίς λεφτά; Είναι βέβαια και το ότι θέλουμε να κάνουμε την ταινία όπως την έχουμε στο μυαλό μας…».

«Καλό είναι πάντως και οι σεναριογράφοι να τσιγκλούν τους σκηνοθέτες και όχι μόνο το αντίστροφο», πρόσθεσε η Σάσα Αγγελίδη.

«Εγώ δούλεψα συνειδητά με έναν συγγραφέα», είπε ο Κ. Γεραμπίνης. «Η συνεργασία μας ήταν η καλύτερη φάση. Βέβαια, ένας επαγγελματίας για να εξελιχθεί πρέπει να πληρώνεται. Το ότι σήμερα στην Ελλάδα το κάνουμε χωρίς λεφτά δεν σημαίνει πως έτσι πρέπει να γίνεται. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο στο σενάριο, είναι σε πολλά πράγματα. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχουν οι δομές, τα λεφτά και οι σχολές που υπάρχουν έξω».

Ο Κ. Καραμαγκιώλης έθεσε από άλλη βάση το θέμα: «Δεν λείπουν ούτε οι σεναριογράφοι ούτε οι ιδέες. Λείπει η παιδεία και τα λεφτά για να εξελιχθούν τα σενάρια. Εγώ δεν είχα ιδέα πώς να γράφω σενάριο, κι όμως το έγραψα μόνος μου».

«Για ποιον σεναριογράφο να μιλάμε όταν ο σκηνοθέτης αναγκάζεται να τρέχει για όλα και να κάνει ακόμα και τον βοηθό παραγωγής;» αναρωτήθηκε ο Γ. Μπακάλης. «Τους σεναριογράφους τους φτιάχνει η βιομηχανία του κινηματογράφου. Αλλά στην  Ελλάδα δεν μπορούμε να μιλάμε ούτε καν για βιοτεχνία…».