23 Σεπ 2012

Αποτίμηση του Ελληνικού Διαγωνιστικού Τμήματος του 35ου Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας



Κριτικός Σχολιασμός – Αποτίμηση του Ελληνικού Διαγωνιστικού Τμήματος του 35ου Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας 

από την Βένια Βέργου (κριτικό κινηματογράφου)


Η χαρά και η τιμή που μου δόθηκε από τον Αντώνη Παπαδόπουλο με την πρόκληση του κριτικού σχολιασμού του φετινού ελληνικού διαγωνιστικού τμήματος, είναι μεγάλη. Ειδικά όταν παίρνω τον λόγο, αμέσως μετά από μια τόσο καταξιωμένη και έμπειρη κριτικό και θεωρητικό του κινηματογράφου, όσο η Olga Markova, η οποία μόλις ολοκλήρωσε την αποτίμηση του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος.

Πρόθεση της δικής μου αποτίμησης, λοιπόν, είναι να διακρίνει τον θεματικό ορίζοντα μέσα στον οποίο κινήθηκαν φέτος οι Έλληνες κινηματογραφιστές, να εντοπίσει την άνεση όσων κατάφεραν να αρθρώσουν έναν καθαρό κινηματογραφικό λόγο μέσα από το συγκριτικό πλεονέκτημα που έχει η ταινία μικρού μήκους, δηλαδή, την οικονομία της αφήγησης, αλλά και να ανοίξει έναν περαιτέρω διάλογο με τους Έλληνες (και όχι μόνο) δημιουργούς.

Μια από τις βασικές παρατηρήσεις μου, έχει να κάνει με το πόσο ψηλά ήταν ο πήχης στις περισσότερες ταινίες που συμμετείχαν στην ενότητα «Έλληνες του Κόσμου». Το αδιαμφισβήτητα υψηλό επίπεδο των ταινιών στους τίτλους των οποίων συνυπήρξαν Έλληνες και ξένοι συντελεστές, δεν πρέπει να μας ξυπνά κανένα σύνδρομο κομπλεξισμού και κατωτερότητας. Αντίθετα, πρέπει να παραδεχτούμε με υπηρηφάνεια πόσο ισότιμα συνομιλούν πλέον οι Έλληνες σκηνοθέτες με τους συναδέλφους τους στο εξωτερικό.

Μια δεύτερη για μένα παρατήρηση, αφορά τις επιπτώσεις που είχε η μετάβαση στην ψηφιακή καταγραφή. Στην εποχή του φιλμ, λόγω του υψηλότερου κόστους παραγωγής, είχαμε σχεδόν εξ’ ορισμού ταινίες με διάρκεια γύρω στα 15 λεπτά. Σήμερα, στην ψηφιακή εποχή, η απεριόριστη ευκολία γυρίσματος με  φθηνές ψηφιακές κάμερες, επαναπαύει τους σκηνοθέτες ωθώντας τους σε έναν άνευ προηγουμένου πλατιασμό. Ο κίνδυνος εδώ είναι μεγάλος. Η εύκολη πλέον προσβασιμότητα στο κινηματογραφικό μέσο, δεν πρέπει να λειτουργεί εις βάρος του σεναρίου. Όσο κι αν μεγαλώνει η διάρκεια μιας ταινίας, το σενάριο πρέπει πάντα να εστιάζει στην δραματουργία που υπηρετεί το θέμα της ταινίας. Και φυσικά, το θέμα μιας ταινίας είναι πάντα ένα, και μόνο ένα.

Η  οικονομική κρίση είχε ισχυρή παρουσία στο φετεινό διαγωνιστικό τμήμα. Είτε μέσα από το βλέμμα ενός αδέσποτου χαριτωμένου σκύλου (βλ. Θανάσης του Δημήτρη Σοφιανόπουλου) είτε μέσα από τις ιστορίες χρεωμένων, απεγνωσμένων ηρώων (όπως στους συμπαθέστατους Πιγκουίνους του Δημήτρη Ζάχου). Αντίθετα, το καυτό θέμα του ανερχόμενου φασισμού στην Ελλάδα αποτυπώθηκε σε μια μόλις ταινία (το τολμηρό και θαρραλέο, ήδη από τις προθέσεις του, Sphinx του Κωνσταντίνου Καραμαγκιώλη), ενώ το μεταναστευτικό ζήτημα εμφανίστηκε σε αρκετές ταινίες (αναφέρομαι παραδειγματικά στο Έξοδος K1 της Τζάνις Ραφαηλίδου, γιατί εδώ οι μετανάστες έχουν, όπως όλοι μας, πρόσωπο, έθιμα και κουλτούρα).

Η μεγάλη έκπληξη όμως, στην κυρίαρχη θεματολογία είχε να κάνει με το πλήθος των ταινιών που καταπιάστηκαν με τον θάνατο (με καλύτερους εκπροσώπους εδώ το μινιμαλιστικό 11:50 του Στυλιανού Κωνσταντίνου και το πιο παραδοσιακής γραφής Χαμομήλι του Νέριταν Ζιντζίρια), αλλα και σε εκείνες που ασχολήθηκαν με τον εγκλεισμό –τον εγκλεισμό οπουδήποτε. Από τους ασφυκτικούς τοίχους ενός οίκου ανοχής (όπως το πολύ ενδιαφέρον Trfck του Ζήση Κοκκινίδη και του Ίωνα Παπασπύρου), και τον στενό κορσέ ενός νυφικού (βλ. Σήμερα γάμος γίνεται του Νικόλα Κολοβού), μέχρι το πολυτελές, αλλά ιδρυματικό, γραφείο μιας ‘σκύλας’  business woman (βλ. Interview του Γιάννη Μπουγιούκα), το semi-detached σπίτι μιας Βρετανίδας γριάς (βλ. Signed agreement της Νικολέτας Λεούση –μια ταινία που μου θύμισε πολύ το σινεμά της Andrea Arnold), ή την αδιέξοδη παραβατικότητα ενός παριζιάνικου προαστίου (βλ. His brothers keeper του Βασίλη Δογάνη). Ήταν επίσης, εντυπωσιακό πόσο συχνά είδαμε το μοτίβο της διπλής, παράλληλης πραγματικότητας να ξετυλίγεται μπροστά μας –και μάλιστα σε τελείως διαφορετικές ταινίες μεταξύ τους. Σημειώνω εδώ ως ένα από τα αρτιότερα δείγματα γραφής, το πολυσύνθετο Revolving του Τζώρτζη Γρηγοράκη. Όσο για το ‘απόσταγμα’ του χυλού των ογδόντα τεσσάρων ταινιών που έχει σχηματιστεί στην μνήμη μου, δεσπόζουσα θέση έχει μια βασανιστική εμμονή εκατοντάδων πλάνων  στην υπαρξιακή σύγχιση. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό...

Περνάω, τώρα, στις ταινίες που ξεχώρισα για το σύνολο των αρετών τους, ενώ αρνούμαι να σταθώ σε όσες έλαμψαν με την παταγώδη αποτυχία τους. Κι αυτό γιατί, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, η επιθετική κριτική της απαξίωσης και του κυνισμού πρέπει να πεθάνει. Θα αναφερθώ στις ταινίες, ακολουθώντας αυστηρά την σειρά προβολής τους κατά την διάρκεια της εβδομάδας.

Eight-minute deadline της Ζίνας Παπαδοπούλου και του Πέτρου Παπαδόπουλου («Κινούμενα Σχέδια»)
Η πιο εμπνευσμένη συνάντηση ζευγαριού και το ωραιότερο φιλί ...παρά την πίεση του χρόνου. Δραματική εκφραστικότητα, ένταση και σασπένς από δυο ηθοποιούς (τον Ευρυπίδη Λασκαρίδη και την Βάσω Καβαλιεράτου), οι οποίοι έλαμψαν με το ταλέντο τους, ακόμη και μέσα από την φόρμα μιας ασυνήθιστης γραφής σε κινούμενο σχέδιο. 

Ghost in the machine του Όλιβερ Κρίμπας («Έλληνες του Κόσμου»)
Καθαρό σινεμά ρεαλιστικής αφήγησης με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού. Υπέροχες δραματουργικές κορυφώσεις από έναν σκηνοθέτη ο οποίος, τόλμησε, μέσα από ένα τόσο πρωτότυπο σενάριο, να τοποθετηθεί απέναντι στην αξιοπρέπεια με την οποία η γυναίκα διεκδικεί μια ισότιμη θέση στην ανδροκρατούμενη κοινωνία.

Cavo dOro του Σιαμάκ Ετεμαντή («Μυθοπλασία»)
Θαύμασα το πώς ένας άνδρας και μια γυναίκα, απογυμνωμένοι από τις ταυτότητές τους και με επικοινωνιακό όπλο ο καθένας την μητρική του γλώσσα, συναντήθηκαν, αγαπήθηκαν, συγκρούστηκαν με μανία και εν τέλει χώρισαν …παίρνοντας όμως, ο καθένας την αρχική θέση του άλλου (θάλασσα/βράχια). Πάντα συντονισμένοι με την αντάρα του Cavo dOro.

Τσέλσι-Μπαρτσελόνα του Αλέξανδρου Χαντζή («Μυθοπλασία»)
Το πιο μεστό και εύστοχο αποτύπωμα της οικονομικής κρίσης. Υποδειγματική οικονομία στην αφήγηση, ευρηματική αρχική ιδέα (ναι, ακόμη και οι τραπεζικοί χρωστάνε), και μια εκπληκτική ηφαιστειακή έκρηξη από τον πρωταγωνιστή Μάκη Παπαδημητρίου.

Km του Χρήστου Νίκου («Μυθοπλασία»)
Έμεινα άφωνη από αυτό το πρωτοεμφανιζόμενο ταλέντο. Ευφυέστατο σενάριο πάνω στην ιδέα της συζυγικής κρίσης. Αξιοθαύμαστη συγκέντρωση στην αξιοποίηση των εκφραστικών μέσων (διεύθυνση ηθοποιών, μοντάζ, φωτογραφία). Υπόδειγμα γραφής για το πώς, ενώ ο χρόνος παγώνει, από ιερός μετατρέπεται σε βέβηλο.


Ιδιότητες του 2 του Αχιλλέα Κυριακίδη («Μυθοπλασία»)
Μάθημα υψηλής αισθητικής σε σινεμασκόπ. Άψογος έλεγχος του δράματος του ήρωα από τον σκηνοθέτη, ενώ εμείς ‘στριμωχνόμαστε’ για να το παρακολουθήσουμε πίσω από μια κλειδαρότρυπα. Εχθρός δεν είναι ο Άλλος, είναι ο εαυτός μας. 


Kiss me lower της Ελένης Κατσώνη («Έλληνες του Κόσμου»)
Ω, τι ανακούφιση! Η μόνη ανάμεσα στις ογδόντα τέσσερις ταινίες του διαγωνιστικού, που αποτυπώνει την εισβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη ζωή μας, έχει άρτια κατασκευή από μια πρωτοεμφανιζόμενη δημιουργό. Αλλά κυρίως, είναι ευρυματική στον τρόπο με τον οποίο καταγράφει το πέρασμα, από την παραδοσιακή επικοινωνία μέσω της μητρικής γλώσσας σε μια εικονική πραγματικότητα, όπου η κυρίαρχη ιδεολογία είναι το google. 

Evergreen της Ιφιγένειας Κοτσώνη («Μυθοπλασία»)
Μια ταλαντούχα πρωτοεμφανιζόμενη Ελληνίδα σκηνοθέτης στο ίδιο τραπέζι με τον Τέρενς Μάλικ και τον Τζέιμς Κάμερον. Εκπληκτική σε επίπεδο production design η σύνθεση του προϊστορικού χωριού, εμπνευσμένο μακιγιάζ, μαγευτική η στιγμή της μετάβασης από τον πανάρχαιο κόσμο ...στο έτος 2945 μέσα σε ένα μόλις cut!


Όλη αυτή την ώρα κατάφερα ν΄αναφερθώ σε μόλις είκοσι, από τις ογδόντα τέσσερις ταινίες του διαγωνιστικού. Αισθάνομαι υπόλογη απέναντι σε αρκετούς κινηματογραφιστές στους οποίους δεν αναφέρθηκα. Ο όγκος όμως, των 84 ταινιών είναι απαγορευτικός για επιπλέον σχολιασμό. Ο κριτικός απολογισμός χάνει το νόημά του, όταν απουσιάζει από το διαγωνιστικό πρόγραμμα η έννοια του curating, της επιλογής, της σύστασης μιας φεστιβαλικής πρότασης με σύνθετα, αλλά και ορατά προς όλους, κριτήρια επιλογής. Ταινίες με εμφανή προβλήματα κακοτεχνίας, θεματικής σύγχισης και σεναριακής αφέλειας δεν πρέπει να έχουν θέση σ’ ένα διαγωνιστικό πρόγραμμα. Μπορούν κάλλιστα να συμμετέχουν στο φεστιβάλ ως works in progress, να τίθενται προς συζήτηση απέναντι σε καταξιωμένους επαγγελματίες με στόχο την βελτίωσή τους και όχι να φεύγουν ως “ηττημένες” από ένα γιγάντιο διαγωνιστικό πρόγραμμα, στο οποίο εξαρχής δεν είχαν θέση.

Τέλος, σας εξομολογούμαι πως, ενώ μου έλειψαν πολύ οι “κερκίδες” και τα ενθαρρυντικά χειροκροτήματα των ομάδων συντελεστών μέσα στην αίθουσα, ανταμοίφθηκα διπλά κάθε φορά που έβλεπα νεότατους και πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες να συγχαίρουν μεγαλύτερους ηλικιακά συναδέλφους τους. Ήταν στιγμές όπου είδα καθαρά πως η μικρού μήκους ταινία δεν πρέπει να ταυτίζεται με ηλικίες. Πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα απολύτως αυτόνομο κινηματογραφικό είδος. 

Με την ευχή το Φεστιβάλ Δράμας να συνεχίζει να εκπληρώνει τον σκοπό της σπουδαιότερης πλατφόρμας προβολής της ελληνικής (και όχι μόνο) ταινίας μικρού μήκους στη χώρα, ελπίζω να αναδεικνύει κάθε χρόνο δημιουργούς που θα χαράξουν την δική τους προσωπική πορεία στον κινηματογράφο. Όσο περνάνε οι δεκαετίες, η λίστα με τα ονόματα όσων ανέδειξε μεγαλώνει. Από τον Κωνστανίνο Γιάνναρη και τον Χρήστο Δήμα μέχρι τον Άγγελο Φραντζή, τον Γιάννη Οικονομίδη, τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο, τον Μπάμπη Μακρίδη, τον Έκτορα Λυγίζο και πολλούς άλλους, η Δράμα ήταν το σημείο εκκίνησης μιας εκπληκτικής πορείας που ταξίδεψε αυτούς τους δημιουργούς μέχρι τις Κάννες, την Βενετία, το Βερολίνο, το Ρόντερνταμ, το Τορόντο και αλλού.      

Τα πάντα στο σινεμά είναι πολιτική και ιδεολογία. Από το τί έχουμε να πούμε για τον κόσμο μας μέσα από την κινούμενη εικόνα, μέχρι το πώς οργνανώνουμε ένα φεστιβάλ και πώς προωθούμε την εγχώρια παραγωγή στο εξωτερικό, προκειμένου να βρισκόμαστε σε διαρκή και ανοιχτό διάλογο με την παγκόσμια κοινότητα.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή.


Δράμα, 22 Σεπτεμβρίου 2012